κιτρικός

κιτρικός
-ή, -ό [κίτρο(ν)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο
2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» — άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3-καρβοξυ-3-υδροξυ-πεντανοδιοϊκό οξύ, που είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον λεγόμενο κύκλο τού Κρεμπς και χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία τροφίμων, την παραγωγή αναψυκτικών, τη φαρμακευτική, τη βαφική και άλλους κλάδους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”